- κοιλανάγλυφος
- -η, -οαυτός που έχει χαραχθεί ανάγλυφα σε κοίλη επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ανάγλυφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Στέφανο Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek